-
1 στέγαι
στέγηroof: fem nom /voc plστέγᾱͅ, στέγηroof: fem dat sg (doric aeolic) -
2 πορφυρευτικός
πορφυρευτικός, zum πορφυρεύς gehörig; στέγαι, Eur. I. T. 263; τέχνη, die Kunst, Purpurschnecken zu fangen, Poll. 7, 139.
-
3 πλεκτός
πλεκτός, geflochten, gedreht, bes. von Korbgeflechten u. Seilen; πλεκτὴν ἀναδέσμην, Il. 22, 469; σειρή, Od. 22, 175; τάλαροι, 9, 247; ἅρματα, Hes. Sc. 63; ἄνϑη τε πλεκτά, Aesch. Pers. 610; στέγαι, Prom. 711; πλεκταῖς ἐώραις, ἀρτάναις, Soph. O. R. 1264 Ant. 54; στέφανος, Eur. Hipp. 73; ἀγκύλας, I. T. 1408, u. öfter, u. Sp. oft, s. πλεκτή.
-
4 στέγη
στέγη, ἡ, auch τέγη, Da ch; ὑψηλῆς στέγης στύλον ποδήρη, Aesch. Ag. 871; u. allgemein, Haus, ἐς ἀνϑρώπων στέγας Eum. 56, u. öfter; ἴϑι στέγης ἔσω, Soph. O. R. 1515, u. öfter, auch plur., τὰς ἐμὰς στέγας ἵκου, 533; von der Höhle, in der Philoktet wohnt, τάςδε πετρήρεις στέγας, Phil. 1246, vgl. ἐκ κατώρυχος στέγης, Ant. 987; und vom Zelt, ἕρκειος στέγη, Ai. 108. 728; oft Eur.; συμπίπτει στέγη, Herc. Fur. 905; στέγαις δέχεσϑαι, Or. 46; auch μελάϑρων στέγαι, Alc. 248, wie δόμων, Cycl. 118; Zimmer, Her. 2, 148. 175; Xen. oft, wie Cyr. 1, 14.
-
5 τυραννικός
τυραννικός, zum Tyrannen, unbeschränkten Herrscher gehörig, ihn betreffend, ihm eigen, tyrannisch, despotisch, auch übh. königlich; ἄδην ἔλειξεν αἵματος τυραννικοῦ, Aesch. Ag. 802; τρόποισιν οὐ τυραννικοῖς ϑανών, Ch. 472; δόμος, Eur. Med. 740; στέγαι, Andr. 883, u. öfter; τυραννικὰ φρονεῖν, Ar. Vesp. 507; ὁ τυραννικὸς ἀνήρ, βίος, Plat. Phaedr. 248 e, u. öfter; ἐπίταγμα, Legg. IV, 722 e; τυραννικώτατος φύσει ὤν, Rep. IX, 576 b; καὶ κακοῦργος, Xen. Mem. 1, 2, 56.
-
6 ναυ-κληρώσιμος
ναυ-κληρώσιμος, vermiethbar, besonders von dem Miethspächter, ναύκληρος, vermiethet, στέγαι, erkl. Hesych. πανδοκεῖα.
-
7 θᾶκος
θᾶκος, ὁ (mit ϑάσσω verwandt, s. ϑῶκος, nach Thom. Mag. attisch = ϑρόνος, Thron), der Sitz, Aesch. Prom. 280; Wohnsitz, φίλαι στέγαι σεμνοί τε ϑᾶκοι Ag. 505; εἰς παλαιὸν ϑᾶκον ὀρνιϑοσκόπον ἵζων Soph. Ant. 986; ϑάκοισιν ἐν ἱεροῖσιν Eur. Phoen. 847 (vgl. das Vorige); ὤ μοι ϑάκους οὓς ϑάσσω Tr. 138; μουσεῖα καὶ ϑάκους ἐνίζουσαν Hel. 1114; ϑᾶκον τὸν ἐμὸν παράδος Σοφοκλεῖ, Thron, Ar. Ran. 1511. 1518; τῶν ϑάκων τοῖς πρεσβυτέροις ὑπανίστασϑαι Ar. Nub. 980; Xen. Cyr. 8, 7, 10 Conv. 4, 31; bei Plat. Polit. 288 a Rep. VII, 516 e ist ϑάκον falsche Schreibart für ϑᾶκον. – Bei Sp., z. B. Theophr. char. 14, = Abtritt.
-
8 ἐρῆμος
ἐρῆμος, auch zweier Endgn, Her., Pind., att. ἔρημος, ον, doch auch dreier Endgn, Soph. Ant. 735, Eur. öfter, bes. δίκη is. unten); einsam, gew. entblößt von angenehmen Dingen, deren Verlust empfindlich ist; vom Lande, wüst, unbebaut, νῆσος Od. 3, 270, χῶρος Il. 10, 520; ἐρήμας δι' αἰϑέρος Pind. Ol. 1, 6; ἔρημος αἰϑήρ 13, 35; νῶτα γαίης P. 4, 26; πάγος Aesch. Prom. 270; τὰ δ' ἄλλα ἔρημα Soph. Phil. 34; ἔρημος – βροτῶν στίβος Ant. 769; πνύξ, menschenleer, Ar. Ach. 20; λιμήν Thuc. 2, 96; πολλὴν τῆς χώρας ἔρημον καὶ ἀργὸν οὖσαν Xen. Cyr. 3, 2, 2; ποιοῠντες ἀνδρῶν κακῶν ἔρημον τὴν πόλιν Plat. Legg. IX, 862 e, leer von schlechten Menschen, wie ϑεῶν ἔρημα εἶναι πάντα X, 908 c; – ἡ ἔρημος, sc. χώρα, die Einöde, Wüste, ein von Menschen verlassener Ort, Her. 3, 102. 4, 18 u. Folgde; auch τὰ ἔρημα, 2, 32; Thuc. 2, 17; vgl. Il. 5, 140 κατὰ σταϑμοὺς δύεται, τὰ δ' ἐρῆμα φοβεῖται; – von Menschen, einsam, verlassen, hülflos, μονάδα δὲ Εέρξην ἔρημόν φασιν οὐ πολλῶν μέτα μολεῖν, Aesch. Pers. 720; Ag. 836; καὶ ἄφιλος Soph. Phil. 228; χωρὶς ἀνϑρώπων στίβου 485; neben ἄπορος O. C. 1733; ἔρημος πρὸς φίλων Ant. 910; ὁ πατὴρ ἀπολιπὼν ἀπέρχεται ὑμᾶς ἐρήμους Ar. Par 112; oft c. gen., ἔρημον πάντων τῶν συγγενῶν, von allen Verwandten verlassen, ohne alle Verwandte, Plat. Gorg. 523 e; πατρὸς ἢ μητρός Legg. XI, 927 b; vgl. Soph. ναῠς ἔρημος ἀνδρῶν μὴ ξυνοικούντων ἔσω, entblößt von Männern, O. R. 57; στέγαι φίλων ἔρημαι El. 1397, leer von Freunden; Eur. u. A.; vgl. ἐσϑὴς ἐρῆμος ἐοῠσα ὅπλων Her. 9, 63. Eben so Κορινϑίων ἔρημοι ἐς τοῠτον τὸν πόλεμον καϑέσταμεν Thuc. 1, 32, ohne die Korinthier; συμμάχων Xen. Cyr. 2, 1, 11; τοῦ βοηϑήσοντος Isocr. epist. 1, 3; Dem. oft, u. Sp.; – auch von Sachen, καὶ ἄπορος Plat. Phil. 16 b; καὶ ὀρφανά Legg. XI, 927 c; so öfter von Verwais'ten, Lys. 2, 71; κλῆρος Is. 3, 61. – Bes. ἡ ἐρήμη, selten ἡ ἔρημος, sc. δίκη u. δίαιτα, welche Wörter auch zuweilen dabeistehen, ein Contumazialbescheid, wodurch die im Termin ausbleibende Partei verurtheilt wurde; ἐρήμην κατηγορεῖν Plat. Apol. 18 c, einen Abwesenden anklagen; ἤλπιζε ἀποφεύξεσϑαι τὴν γραφήν · οὔτε γὰρ ἐπεξιέναι οὐδένα, ἀλλ' ἐρήμην αὐτὴν ἔσεσϑαι, wenn eben kein Ankläger auftritt, Antiph. 2 α 7, ἐρήμην ὄφλειν τὴν δίκην, ein Contumazialurtheil verwirkt haben, in contumaciam verurtheilt werden, 5, 13, wie τὴν δίκην ἔρημον ὄφλειν Dem. 32, 26; ἐρήμην τινὰ λαβεῖν Lys. 26, 18; δίκην εἷλον ἐρήμην Dem. 21, 81, einen solchen Proceß gewinnen, bewirken, daß Einer in contumaciam verurtheilt wird, wo οὐ γὰρ ἀπήντα dabei steht; ἐρήμῃ δίκῃ κατέγνωσαν αὐτοῠ ϑάνατον Thuc. 6, 61; vgl. D. Sic. 13, 5; ἐρήμην καταδιαιτᾶν, καταδικάζειν τινός, Jem. in contumaciam verurtheilen, Dem. 40, 17 u. A.; auch τὴν ἔρημον δοῠναι, Dem. 21, 85, u. ἐρήμην αὐτοῠ κατέγνω τὴν δίαιταν 33, 33, – ἔρημον ἀφεικέναι τὸν ἀγῶνα, sich dem Kampfe entziehen, D. Hal., sich nicht stellen, s. Schäfer zu D. Hal. V. C. 402; – ἀγὼν ἐρημότερος Lys. 29, 1.
-
9 πανδημος
дор. πάνδᾱμος 21) всенародный, всеобщий(χάρις Arst.; δόξα Polyb.; ἐκκλησία, ἑορτή Plut.)
π. πόλις Soph. — все население города;π. στρατός Soph. — все войско (в целом);π. ἀγών Eur. — всенародное (публичное) состязание;πάνδημοι στέγαι Eur. — общественные здания2) обыденный, низменный, т.е. чувственный(Ἔρως, Ἀφροδίτη Plat. etc.)
-
10 πετρηρης
-
11 πλεκτος
3[adj. verb. к πλέκω См. πλεκω]1) плетеный(τάλαρος Hom.; στέγαι Aesch.; κύτος Eur.)
2) витой, крученый(σειρή Hom.)
πλεκτέ Αἰγύπτου παιδεία Eur. — египетские канаты3) сплетенный(στέφανος Eur.)
ἄνθη πλεκτά Aesch. — гирлянды цветов - см. тж. πλεκτή -
12 πορφυρευτικος
-
13 στεγη
ἥ1) крыша, кровля Her., Aesch., Xen.2) кров, убежище(παρέχειν τινὴ στέγην Arst.)
κατῶρυξ σ. Soph. — подземное убежище, т.е. могила3) тж. pl. жилье, жилище, домκατὰ στέγας Soph. — домой;
στέγαι δόμων Eur. — дома4) комната, покой Her. -
14 στέγα
στέγᾱ, στέγηroof: fem nom /voc /acc dualστέγᾱ, στέγηroof: fem nom /voc sg (doric aeolic)στέγᾱ, στέγοςroof: neut nom /voc /acc pl (doric aeolic)——————στέγαι, στέγηroof: fem nom /voc plστέγᾱͅ, στέγηroof: fem dat sg (doric aeolic) -
15 μολιβοῦς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μολιβοῦς
-
16 ναυκληρώσιμος
ναυκληρ-ώσιμος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ναυκληρώσιμος
-
17 πάνδημος
A = πανδήμιος (esp. in Prose), (lyr.); ; ; π. πόλις, στρατός, the whole body of the city, of the army, S.Ant.7, Aj. 844; π. χάρις general favour, Alcid. ap. Arist.Rh. 1406a26;δόξα Plb. 31.25.8
;δεῖπνον IG7.2712.79
(Acraeph.); (iii/ iv A. D.); of diseases, pandemic, Gal. 17(1).2; epith. of Zeus at Athens, IG22.1075. Adv. -μως, = πανδημεί, τοὺς ἀνθρώπους εὐώχησε π. ib.5(2).268.43 ([place name] Mantinea).II π. Ἔρως vulgar love, opp. οὐράνιος, Pl.Smp. 180e sq., cf. X.Smp.8.9;π. Ἀφροδίτη Pl.Smp. 181a
, IG22.659, SIG 1014.57 (Erythrae, iii B. C.), Paus.1.22.3, Luc.DMeretr.7.1, etc. (also in pl., Dam.Pr.97 bis);π. ἐρασταί Pl.Smp. 181e
; π. μουσική common, vulgar music, Aristox.Fr.Hist.90; ἡ π. λέξις ordinary (common) speech, Phld.Rh.1.165 S.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πάνδημος
-
18 περιφερής
περιφερ-ής, ές,A revolving, ὢν δὲ π. (sc. ὁ ἐνιαυτὸς)τελευτὴν οὐδεμίαν οὐδ' ἀρχὴν ἔχει Hermipp.4
; π. ὀφθαλμοί rolling eyes, Luc.JTr.30.a of surfaces and lines,ἄκρον Hp.Art.7
;π. κύρτωμα Id.Epid.1.26
.α'; κύλικες Pherecr.143.5
;ἀσπίδες Ael.Tact.2.7
; τὰ στρογγύλα τε καὶ π. Hp.VC11; opp. εὐθύς, Pl.Prm. 137e, 138a, Arist.Ph. 248a12, al.; τὸ π. circularity, Id.AP0.73a39; but, circumference, Pl.R. 436e, Dsc.3.6, 48. Adv. - ρῶς in a rounded shape, Procl.Hyp.3.6.b of bodies, spherical, globular, Democr.164, Pl.Phd. 108e, Smp. 190b;π. τὸ σχῆμα τῆς γῆς Arist.Cael. 298a7
;π. σχηματισμός Epicur.Ep.2p.50U.
; [ σώματα] Phld.Mort.8 ([comp] Sup.); π. στέγαι domed, Demetr.Eloc. 13.c metaph., of style, rounded, D.H.Comp.22;τὰ στρογγύλα καὶ τὰ π. προοίμια Id.Rh.10.13
.3 Adv. - ρῶς in a circle, Hero *Deff.5.2 Adv. - ρῶς disposed in a circle, Dsc.4.169.IV cf. Περφερέες.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιφερής
-
19 πετρήρης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πετρήρης
-
20 πλεκτός
A plaited, twisted,τάλαροι Od.9.247
;σειρή 22.175
;ἀναδέσμη Il. 22.469
;ἅρματα Hes.Sc.63
;ὐποθύμιδες Sapph.Supp.23.16
;στέφανοι Xenoph.1.2
, cf. E.Hipp.73; π. στέγαι wicker mansions, of the Scythian vans, A.Pr. 709; ἀρτάναι, αἰῶραι, S.Ant.54, OT 1264; ; ;βρόχων πλεκταὶ ἀνάγκαι Xenarch.1.9
(paratrag.); σκεύη π. any plaited or twisted instruments, cordage, X. Oec.8.12.3 as Subst. πλεκτή, ἡ, v. sub voce.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πλεκτός
- 1
- 2
См. также в других словарях:
στέγαι — στέγη roof fem nom/voc pl στέγᾱͅ , στέγη roof fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στέγᾳ — στέγαι , στέγη roof fem nom/voc pl στέγᾱͅ , στέγη roof fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στέγη — Τμήμα οικοδομής, που καλύπτει το πάνω μέρος της για να προφυλάξει το εσωτερικό της από τις καιρικές συνθήκες. Τύποι στέγης είναι η ταράτσα, η επικλινής, η αψίδα και θόλος. Η ταράτσα είναι μια επίπεδη οροφή που αποτελείται, από ξύλινες ή… … Dictionary of Greek
ναυκληρώσιμος — ναυκληρώσιμος, ον (Α) 1. (για ακίνητα) μισθώσιμος 2. (κατά τον Ησύχ.) «ναυκληρώσιμοι στέγαι τὰ πανδοκεῑα». [ΕΤΥΜΟΛ. < ναύκληρος + κατάλ. ώσιμος κατά το μισθώσιμος] … Dictionary of Greek
πεντηκοντομέσοδμος — ον, ουδ. και πεντηκονταμέσοδμον, Α (κατά τον Ησύχ.) 1. (για οίκημα) αυτός που αποτελείται από πενήντα θαλάμους 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πεντηκονταμέσοδμον «πολύστεγον αἱ γὰρ μεσόδμαι στέγαι». [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + μεσόδμη «δοκός»] … Dictionary of Greek
πλεκτός — ή, ό / πλεκτός, ή, όν, ΝΑ, και πλεχτός Ν [πλέκω]Μ αυτός που κατασκευάζεται με πλέξιμο (α. «πλεκτό καλάθι» β. «ἔπειτα μήτηρ καὶ γυνὴ διπλοῡν ἔπος, πλεκταῑσιν ἀρτάναισι λωβᾱται βίον», Σοφ.) νεοελλ. 1. το θηλ. ως ουσ. η πλεκτή ναυτ. είδος πλέγματος… … Dictionary of Greek
χιών — όνος, η, ΝΜΑ (λόγιος τ.) (μετεωρ.) το χιόνι (α. «αι στέγαι τών οικιών ήσαν κατάφορτοι εκ σκληρυνθείσης χιόνος», Παπαδ. β. «ὁ Ἀναξαγόρας τῷ λευκὴν εἶναι τὴν χιόνα ἀντετίθει ὅτι ἡ χιὼν ὕδωρ ἐστὶ πεπηγός», Γεωπ. γ. «ἡ χιὼν ἡ ἐν τῷ χειμῶνι πεσοῡσα»,… … Dictionary of Greek